Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

Ο καημός του μη καπνιστή

Τα Νέα, 28 Απριλίου 2007

Είπα να το γυρίσω στο μελό, και πώς αλλιώς, αφού οι περισσότεροι φίλοι και γνωστοί καπνίζουν, ο περισσότερος κόσμος καπνίζει, κάπνιζα κάποτε κι εγώ, φουγάρο, όπως λένε, μια φορά βρέθηκα στη ζωή μου στην πλειοψηφία, όμως εδώ και δώδεκα χρόνια ανήκω πια σε άλλη μια μειοψηφία, θλιβερή, επονείδιστη, των μη καπνιστών –και ούτε καν: σε μέρος της μειοψηφίας, δεν ξέρω πόσο είναι αυτό, στους αντικαπνιστές.

διαβάστε τη συνέχεια...

Αμαρτία εξομολογημένη λοιπόν, γιατί είναι, θεωρείται, αμαρτία να μην καπνίζεις, είναι κυρίως αμαρτία να σ’ ενοχλεί το κάπνισμα των άλλων (γιατί υπάρχουν και μη καπνιστές ευτυχείς, εγώ τους μακαρίζω, που διόλου δεν τους ενοχλεί το κάπνισμα), και κυριότατα είναι αμαρτία (έως και φασισμό το είπαν!) αν θες να εμποδίσεις το κάπνισμα των άλλων, να τους στερήσεις την ελευθερία (δεν ειρωνεύομαι όμως εδώ, το ξέρω ότι είναι στέρηση της ελευθερίας κάτι τέτοιο) να καπνίζουν.

Αν όμως παραδέχεσαι, θα πει κανείς, πως είναι στέρηση ελευθερίας η απαγόρευση του καπνίσματος, πώς τότε την επικροτείς, πώς νοείται να την επιζητείς, ίσως και την απαιτείς; Χωρίς να αναφερθώ σε άλλου τύπου στερήσεις της ελευθερίας που θεωρούνται όμως γενικά αποδεκτές και επιβεβλημένες (το όριο ταχύτητας, η ζώνη ή το κράνος, αμέσως αμέσως, στην οδήγηση), θα πω εκ προοιμίου ότι η ελευθερία του ενός να καπνίζει έχει ήδη καταργήσει την ελευθερία του άλλου που δεν θέλει να καπνίσει. Όμως η ελευθερία του ενός θεωρείται αυτονόητη, είναι κεκτημένη, άρα η συζήτηση περί ελευθερίας αρχίζει από ένα σημείο και πέρα, απ’ τα μισά του δρόμου.

Υπήρξα, είπα, μανιώδης καπνιστής, κι αυτό, παρεμπιπτόντως, θεωρείται ακόμα μεγαλύτερο αμάρτημα, ο καπνιστής που έγινε αντικαπνιστής: «οι πρώην καπνιστές γίνονται οι φανατικότεροι αντικαπνιστές» λέγεται, σου το λεν κατάμουτρα, κάτι σαν τους γενίτσαρους περίπου, σε κάνουν να σκεφτείς, σαν τους πρώην κομμουνιστές που έγιναν οι φανατικότεροι αντικομμουνιστές, αυτό το στερεότυπο εντέλει υπόκειται στην παρατήρηση αυτή, που σε κάνει να νιώθεις ακόμα πιο μίζερος, πιο επονείδιστος, όπως είπα, εσύ ο αντικοινωνικός, εσύ ο εκτός, ο δακτυλοδεικτούμενος εχθρός.

Είναι βαρύ το στίγμα τού εκτός (το είπα πως θα το ρίξω στο μελό), γιατί όντως το «μη τσιγάρο» σε θέτει αυτομάτως εκτός: ήδη οι φίλοι σου, όταν σε προσέχουν, να μη σου έρχεται ο καπνός, όταν μετρούν το καινούριο, απανωτό τσιγάρο την ώρα που πάνε να το ανάψουν και κάνουν αμήχανα για λίγο πέρα το πακέτο, όταν γυρίζουν απ’ την άλλη να φυσήξουν τον καπνό, σου θυμίζουν πόσο εκτός εντέλει είσαι, άτομο δηλαδή με ειδικές ανάγκες που το φροντίζουν στοργικά, στην καλύτερη περίπτωση, στη χειρότερη άτομο υστερικό, γεροπαράξενο, οπωσδήποτε αντικοινωνικό –αυτά, εντάξει, όχι από τους φίλους, αλλά από τους τρίτους.

Γιατί το τσιγάρο είναι σήμα κοινωνικότητας, δημιουργεί κοινωνία, φτιάχνει κοινότητα, όπως το ποτό, το χαρτί, τα σπορ, κατεξοχήν το ποδόσφαιρο. Ο θεριακλής ή/και το γερό ποτήρι συνιστά εντέλει αξία, ακόμα και στην κατάχρηση, ιδίως (ή ακόμα και) στο αλκοόλ, που εκεί πια κανένας δεν αμφισβητεί το αρνητικό πρόσημο του αλκοολισμού.

Ο μανιώδης καπνιστής που εξακολουθεί να καπνίζει σαν φουγάρο, παρότι έχει ήδη προβλήματα υγείας και αυστηρή απαγόρευση απ’ το γιατρό, κάπου μέσα μας βαθιά μάς συγκινεί, θραύσματα από μυθολογίες ηρωικές μάς φέρνει στο νου, νά, τα δέντρα που πεθαίνουν όρθια, νά ο παλιός ο φίλος, ο έξω καρδιά Σταμάτης, πάνε χρόνια που μας άφησε, αυτός το δήλωνε ρητά: «καλύτερα να πεθάνω όπως γουστάρω παρά να μιζερέψω τη ζωή μου», και συνέχισε το τσιγάρο και το κρασί παρά τα καρδιακά επεισόδια που είχε, αυτοκτόνησε δηλαδή, πώς να μην του αναγνωρίσεις μια τέτοια απόφαση ζωής, τέτοια λεβεντιά. (Η μία όψη βέβαια είναι αυτή, ας την αφήσουμε κατά μέρος την άλλη, έστω και μόνο για τη μνήμη του Σταμάτη, των διάφορων Σταμάτηδων που θα ’χουμε όλοι στη ζωή μας.)

Αντίστοιχα, ο γερός πότης που επιμένει, με όποιες προειδοποιήσεις ή ίσως ήδη υπαρκτά προβλήματα υγείας, και με αναγνωρισμένο εδώ, όπως είπα, τον κίνδυνο του αλκοολισμού, επίσης κάπου μας συγκινεί: μεταξύ μας μάλιστα, στους διανοούμενους εννοώ, διατί να το κρύψωμεν άλλωστε, πανάθεμά μας, ο μύθος του καταραμένου ποιητή, του καταραμένου καλλιτέχνη γενικότερα, του εκτός ορίων και αυτοκτονικού, μάς έχει σημαδέψει, μας συγκλονίζει η ζωή που έδωσε το έργο που μας έθρεψε, το έργο που θαυμάζουμε.

Με το τσιγάρο που θα προσφέρεις, όταν σου ζητηθεί ή από μόνος σου, και αντίστροφα με το τσιγάρο που θα κάνεις τράκα όταν ξέμεινες, το ίδιο με τη φωτιά που θα προσφέρεις ή που θα ζητήσεις (κρύβοντας μάλιστα, καμιά φορά, τον δικό σου αναπτήρα, όταν είναι να κάνεις καμάκι), δημιουργείται αυτομάτως «κοινότητα»: μαζί με το τσιγάρο που θα καπνίσεις με τον άλλο θα ανταλλάξεις και δυο λόγια –μπορεί και τηλέφωνα. (Ενώ πώς να βρεθούν και τι να πουν δύο μη καπνιστές;) Με το ποτό, το ίδιο –για να μην πω πολύ περισσότερο. Και καλά να αρνηθείς το τσιγάρο που σου προσφέρουν. Να αρνηθείς όμως το ποτήρι κρασί που σου προσφέρουν, το «κάτσε να πιεις ένα ποτήρι μαζί μας»; Ύβρις –πόσο μάλλον όταν πρόκειται για τσικουδιά στην Κρήτη! Οποία καταισχύνη, σκουλήκι νιώθεις τότε, κατάπτυστο, μες στη μιζέρια.

Δόξα τω θεώ, γερό ποτήρι όπως παλιά δεν είμαι, κάτι όμως πίνω, αυτό το μερίδιο καταισχύνης το γλιτώνω, το άλλο με το τσιγάρο όχι. Με πειράζει το τσιγάρο, και δε μιλάω καθόλου για υγεία, θα την αφήσω εντελώς απέξω την παράμετρο αυτή, όσο σοβαρή κι αν είναι: ανάλογα με την ώρα, τον καιρό (παίζουν σαφώς ρόλο τέτοιοι παράγοντες), και βέβαια τη διάθεση, μπορεί να έχω από απλό πονοκέφαλο έως και ναυτία. Θα μείνω όμως στο πολύ απλό θέμα τού αν κάτι αρέσει σε κάποιον ή όχι, στο θεμελιώδες δικαίωμα στην απόλαυση, που εύλογα διεκδικούμε όλοι. Θα μείνω δηλαδή απλώς και μόνο στη δυσφορία που μπορεί να προκαλεί ο καπνός του τσιγάρου. Την ίδια έστω δυσφορία που αναγνωρίζεται γενικά ότι προκαλεί ένα ενδεχομένως υπέροχο και πανάκριβο αλλά δυνατό άρωμα, αμφισβητείται όμως για τη μυρωδιά του τσιγάρου.

Η αποστροφή του καπνιστή για το τσιγάρο!

Δε θα μπω στη μηχανιστική λογική: «καλά δε σ’ ενοχλεί το καυσαέριο, σ’ ενοχλεί το τσιγάρο;» και ανάλογα: «αντί να κάνουν κάτι για τη μόλυνση του περιβάλλοντος, κυνηγάνε το τσιγάρο», θα παρατηρήσω όμως ότι οι καπνιστές που εκπλήσσονται πώς και πόσο πια μπορεί να ενοχλεί τον μη καπνιστή το τσιγάρο (και μάλιστα σε ανοιχτό χώρο: ακόμα περισσότερο εκεί, θα πω εγώ!), οι ίδιοι, οι περισσότεροι οπωσδήποτε, ομολογούν πως μες στο σπίτι τούς βρομάει το τασάκι, πως αερίζουνε τα ρούχα τους όταν γυρίζοντας από έξοδο μυρίζουν ώς και τα εσώρουχά τους (μας!), ενώ ειδικότερα οι οδηγοί, έχω την αίσθηση οι 8 στους 10, πετάνε τη στάχτη κι έπειτα το τσιγάρο τους έξω απ’ το παράθυρο –επειδή μυρίζει το τασάκι και το αυτοκίνητο όλο (κι όχι απλώς επειδή πετάνε γενικότερα τα σκουπίδια τους απέξω, αυτοί ευτυχώς δεν είναι 8 στους 10). Κάτι ακόμα πρέπει να μας λέει ο τρόπος που οι περισσότεροι, όταν βρίσκονται στο δρόμο, τινάζουν μακριά τη γόπα, με μια κίνηση απότομη, σχεδόν απέχθειας, αντί να την πετάξουν απλούστατα μπροστά τους και να τη σβήσουν πατώντας την. Ενώ έχω δει καπνιστές να πετάνε το αποτσίγαρο απ’ τη βεράντα, του σπιτιού τους ή και ξένου, αδιάφορο αν στο δρόμο κάτω ή στην τέντα τού αποκάτω, άνθρωποι, έχει σημασία αυτό, που δε θα πετούσανε ποτέ ούτε φλούδι πασατέμπου.

Είναι κοινή συνείδηση, δηλαδή, και σ’ αυτούς πως το τσιγάρο είναι κάτι «βρόμικο». Που όμως τους αρέσει, όπως μου άρεσε φοβερά κι εμένα, πολλοί το ομολογούν ότι δε θέλουν να το κόψουν, άλλοι από φόβο, για τα παραπανίσια κιλά, για την αμηχανία με τις αυτοματικές κινήσεις και τα χέρια, ή πώς θα δουλεύουν κτλ. (Δε μου είναι άγνωστος κανένας από αυτούς τους φόβους, μου είναι όμως γνωστή η μεγάλη ευκολία με την οποία το κόβεις, έτσι και το αποφασίσεις σοβαρά!) Και είναι όντως μέγα θέμα το ψυχολογικό, η ψυχολογική εξάρτηση, ακόμα πιο σημαντικό όμως είναι ότι το τσιγάρο αποτελεί οπωσδήποτε απόλαυση.

Μόνο που αυτή η απόλαυση καταργεί αυτομάτως την απόλαυση κάποιου άλλου.

Εκ στόματος καπνιστών

Τα Νέα, 12 Μαΐου 2007

Άρχισα την περασμένη επιφυλλίδα για τον «Καημό του μη καπνιστή»και έμεινα στην επισήμανση πως η ελευθερία του καπνιστή έχει ήδη καταργήσει την ελευθερία του μη καπνιστή· άρα η συζήτηση περί ελευθερίας αρχίζει από ένα σημείο και πέρα, είναι δηλαδή ουσιαστικάυπονομευμένη.

διαβάστε τη συνέχεια...

Έμεινε δηλαδή ανολοκλήρωτη η επιφυλλίδα, έμεινε απέξω ο «καημός», ότι τον αποκλεισμό που –θα, ίσως, κάποτε αρχίσουν να– νιώθουν οι καπνιστές, ο μη καπνιστής τον βιώνει ήδη, μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά, αποκλεισμένος από διάφορους χώρους, π.χ. από τα φουαγιέ των θεάτρων ή τα μπαρ: στα εστιατόρια τουλάχιστον υπάρχει και το «διάλειμμα», οι στιγμές που όλοι τρώνε και δεν καπνίζουν. Εγώ, φερειπείν, έχω σχεδόν ξεχάσει πώς είναι τα μπαρ, χρόνια είχα να πατήσω και σε συναυλία στο «Ρόδον», προτού μας αφήσει χρόνους και αυτό, με τα χίλια ζόρια πάω σε κάνα στέκι όταν παίζουν μουσική τίποτα φίλοι, αποφεύγω πια και τα σπίτια φίλων καπνιστών: στα εστιατόρια υπάρχει τουλάχιστον κάποιος στοιχειώδης εξαερισμός, και επιπλέον εκεί, λίγο μετά το φαγητό, όταν πια αρχίζουν όλοι και καπνίζουν κι εσένα σου βγαίνει η απόλαυση του φαγητού και του ποτού από τη μύτη και αρχίζει και ο πονοκέφαλος, κάπου εκεί λοιπόν ζητάει η παρέα το λογαριασμό και φεύγετε, ενώ στο σπίτι λίγο δύσκολα να σηκωθείς να φύγεις «έτσι ξαφνικά», κάνεις συνδυασμούς φίλων για να βγεις, να μη σου πέσουνε μαζί πολλοί οι καπνιστές, και άλλα, υστερικά πάλι θα πουν.

Μήπως τα παραλέω; Πάντως, αυτό που πιο πολύ κι απ’ τον καπνό τον ίδιο με παραλύει είναι η αδυναμία να γίνουν καταρχήν αντιληπτά τα ωστόσο προφανή και απλά. Το πιο απλό απ’ όλα, με τα πιο απλά λόγια του κόσμου: μιλώ για το «δικαίωμα» εντέλει να ενοχλούμαι απ’ τον καπνό (χωρίς τη δυσφορία τού «αμάν κι εσύ, βρε παιδί μου», την απορία «μα καλά, και σ’ ανοιχτό χώρο;» ή κάποτε την απροκάλυπτη ειρωνεία και χλεύη), να ενοχλούμαι από αυτόν τον ίδιο καπνό που, ενώ σαν πράξη αποτελεί απόλαυση και ανάγκη, κατά κανόνα είναι και για τον καπνιστή, ομολογημένα, δυσάρεστος και ενοχλητικός!

Άλλο ωστόσο είναι το μείζον, το είχα αρχίσει από την προηγούμενη φορά, και σ’ αυτό θα επιμείνω: ο περί ελευθερίας λόγος, που μοιάζει να συναγείρει ακόμα και μη καπνιστές: στα αείμνηστα «Πρόσωπα» των Νέων είχε δημοσιευτεί ένα ενδιαφέρον άρθρο του μεγάλου Περουβιανού συγγραφέα Γιόσα, «Οι βλαβερές συνέπειες του να είσαι καπνιστής», 9.11.2000.

Ο Γιόσα, παλιός μανιώδης καπνιστής, που έπειτα έκοψε το κάπνισμα και μεταβλήθηκε σε «“ιεραπόστολο” του αντικαπνιστικού αγώνα», άρχισε να γίνεται σκεπτικιστής «όταν πια οι αντικαπνιστικές εκστρατείες έγιναν τόσο παρανοϊκές που κατάντησαν να μοιάζουν με κυνήγι μαγισσών»: κάποτε ξεσηκώνονται κι οι σκλάβοι, μου ’ρχεται να πω, ελαφρώς έστω παρατραβηγμένα, στο περί «κυνηγιού μαγισσών», ουσιαστικά για να τονίσω ότι πρόκειται επιτέλους γιαάμυνα, και όχι για επίθεση (αυτά και για τα περί «φασισμού των απαγορεύσεων», σαν να μην είναι τότε… φασισμός η επιβολή του καπνού στον μη καπνιστή). Και μέσα από την καταπίεση και τη λογική της άμυνας θα έπρεπε να «διαβαστούν» και οι όποιες υπερβολές του αντικαπνιστικού.

Νά λόγου χάρη μια «υπερβολή», όπως τη μετέφερε εδώ (Νέα 17.9.05) ο φίλος Λάκης Προγκίδης, με τίτλο «Καπνιστές εις θάνατον!», παρουσιάζοντας ένα βιβλίο του Ντυτέρτρ, «μια εφιαλτική φάρσα» για «μια μελλοντική κοινωνία όπου ο καπνιστής θεωρείται το ίδιο σχεδόν επικίνδυνος με έναν τρομοκράτη»· περιγράφει λοιπόν ο Λ.Π. ένα επεισόδιο στο εδώ αεροδρόμιο, όπου έφτασε με μερικούς Γάλλους συγγραφείς, κι ένας από αυτούς άναψε τσιγάρο, οπότε κάποιος φουκαράς άρχισε να ωρύεται ότι απαγορεύεται, και με τα πολλά, όταν είδε κι απόειδε, έτρεξε κι έφερε τον μπάτσο. «Είστε ένας κοινός καταδότης» του είπε ο Γάλλος. Εύκολα αποσπά κανείς τη συμφωνία του αναγνώστη απέναντι στον «ρουφιάνο», εύκολα γελοιοποιείται η –πώς τη λένε; ναι, υστερία τη λένε, η «υστερία» να θες να γλιτώσεις επιτέλους στο ένα μόλις εκατοστό «για μη καπνίζοντες» που σου έχει με τα χίλια ζόρια παραχωρηθεί.

Κι άλλη «υπερβολή»: διαβάζω ένα πιο πρόσφατο άρθρο εδώ, του πάντοτε καίριου Ρούσσου Βρανά: «Άλλη μια μικρή ελευθερία γίνεται “καπνός”» γράφει, μ’ αυτό το ωραίο λογοπαίγνιο, για την απαγόρευση του καπνού (Νέα 2.2.07)· αφορμή του, η απαγόρευση του καπνίσματος στο αυτοκίνητο, όταν είναι μέσα και ανήλικα παιδιά, μια απαγόρευση που σκέφτονται να επιβάλουν ορισμένες αμερικανικές πολιτείες.

Θεωρείται σχεδόν αυτονόητο ότι δεν επιτρέπεται π.χ. να κάνουν έρωτα οι γονείς μπροστά στα παιδιά τους, ενώ αμφιλεγόμενο είναι αν κάνει να κυκλοφορούν γυμνοί οι γονείς μέσα στο σπίτι, πολλοί πάντως θεωρούν ότι κι αυτό δεν επιτρέπεται. Κι ωστόσο θεωρείται απολύτως φυσικό να ντουμανιάζουν τα παιδιά τους μέσα στο σπίτι, ή στον πολύ πιο περιορισμένο χώρο του αυτοκινήτου: αμ δεν είναι κακοποίηση αυτό ανηλίκων;

Πίσω όμως στο άρθρο του Γιόσα, ένα άρθρο γραμμένο με αφορμή την απόφαση δικαστηρίου στο Μαϊάμι που επέβαλε πρόστιμο σε καπνοβιομηχανίες: η απόφαση αυτή, καταλήγει ο Γιόσα, «δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο περιορισμού των ατομικών ελευθεριών»: ορθόν, αλλά κι εδώ παραγνωρίζεται ότι το υπό δημιουργία προηγούμενο έχει πίσω του άλλο προηγούμενο, περιορισμού ακριβώς των ατομικών ελευθεριών –των ατομικών ελευθεριών του μη καπνιστή.

«Ελευθερία», «αυτοδιάθεση», «ελευθερία επιλογής» κτλ., ωραία, εντυπωσιακά λόγια, που εύκολα αποσπούν κι αυτά τη συμφωνία του αναγνώστη· στην ουσία, εκβιάζουν ιδεολογικά τον αναγνώστη –άλλος ένας δηλαδή εκβιασμός, πλάι στον καθημερινό, έστω και μόνο τον συναισθηματικό, που ασκείται, έμμεσα και οπωσδήποτε ασύνειδα, π.χ. από τους φίλους ή τους συναδέλφους στο γραφείο που καπνίζουν. Ωραία λοιπόν λόγια, που όλα αφήνουν απέξω τα ίδια ακριβώς που θα έπρεπε να ισχύουν αυτονόητα και για την άλλη πλευρά, των μη καπνιστών. «Αντιστεκόμενος κανείς στον διωγμό των καπνιστών δεν υποστηρίζει το κάπνισμα» καταλήγει σε ένα του άρθρο ο Χρ. Χωμενίδης (Lifo 14.9.2006). «Υπερασπίζεται την ανεκτίμητη προσωπική ελευθερία, η οποία περιλαμβάνει αδιαπραγμάτευτα την ελευθερία ακόμα και της αυτοκαταστροφής» Προσυπογράφω, φυσικά, την υπεράσπιση της «ανεκτίμητης προσωπικής ελευθερίας»: αλλά και τη δική μου, παρακαλώ! Προσυπογράφω ακόμα και την «ελευθερία της αυτοκαταστροφής»: προσοχή μόνο στο «αυτο-»: να είναι δηλαδή μόνο δική του, του καπνιστή, και όχι στανικά και δική μου!

«Φορέας –και όχι θύμα– ολοκληρωτισμού»

Κανένα αντικαπνιστικό άρθρο, λοιπόν; Που έγραψα τώρα κι εγώ, έπειτα από δισταγμό (=αυτολογοκρισία, καταπίεση) πολλών χρόνων, και με τεράστια αμηχανία, έως αισθήματα ενοχής απέναντι σε φίλους, και εισέπραξα είτε «επιδεικτική» (ωραία, υπερβάλλω) είτε πληγωμένη (χωρίς εισαγωγικά αυτό) σιωπή, ή πειράγματα από ελαφρώς πειραγμένους φίλους αναγνώστες, ή, το χειρότερο, κάτι σαν παράπονο από στενούς προσωπικούς φίλους… «Ο ολοκληρωτισμός του τσιγάρου» επιγράφεται μια παλαιότερη επιφυλλίδα του Μιχάλη Μητσού (Νέα 12.1.05), που αναφέρεται στην πρόσφατη τότε απαγόρευση του καπνίσματος στην Ιταλία (που περιέργως, για την Ιταλία, έγινε αμέσως αποδεκτή, και είχε και πλούσιους καρπούς: 500.000 Ιταλοί έκοψαν το κάπνισμα σε ένα μόλις χρόνο μέσα, ενώ «85% των Ιταλών αρνούνται να “χαλαρώσει” ο νόμος της απαγόρευσης», σύμφωνα με άρθρο της Monde, που μεταφράστηκε στα Νέα, 13.10.06).

Η επιφυλλίδα του Μ.Μ. άρχιζε με λόγια του διάσημου Ιταλού τροβαδούρου Πάολο Κόντε: «Καπνίζω εδώ και πολλά χρόνια, συχνά έχω την αίσθηση ότι κάπνιζα ανέκαθεν. Αλλά θεωρώ ότι αυτός ο νόμος είναι δίκαιος. Το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους αποτελεί προσβολή του διπλανού μας». Σπουδαία λέξη, που την έψαχνα: προσβολή –και το πιο σπουδαίο, γραμμένη από καπνιστή.

Ενώ ο γνωστός Ιταλός σατιρικός συγγραφέας Μικέλε Σέρα, μανιώδης καπνιστής κι αυτός, γράφει στη Ρεπούμπλικα (και μεταφράζει στην επιφυλλίδα του ο Μ.Μ.): «Με ενοχλεί αυτός ο “μακαρθισμός της υγείας” [...]. Δεν θέλω να καθαρθώ, μ’ αρέσει να αισθάνομαι μετρίως μολυσμένος, γιατί πιστεύω ότι η ζωή και η μόλυνση είναι σχεδόν συνώνυμα. Το ίδιο κριτικό πνεύμα απέναντι στο κράτος-νοσοκόμα, όμως, πρέπει να χαρακτηρίζει και τη στάση μου απέναντι στις συνήθειές μου. Όταν φυσάω τον καπνό μου στα μούτρα του άλλου, αδιαφορώντας για το αν τον δηλητηριάζω, γίνομαι φορέας –και όχι θύμα– ενός ολοκληρωτισμού».

Χέρια να μου ’δινε ο Θεός, να προσυπογράφω!


Σημείωση: στη θέση αυτή είχε αναρτηθεί ποστ με εκτενείς σημειώσεις, κομμάτια ολόκληρα που δεν είχαν χωρέσει στην επιφυλλίδα "Ο καημός του μη καπνιστή". Είχα σκεφτεί ότι το θέμα δε σήκωνε δεύτερη επιφυλλίδα, κι είπα να βάλω εδώ τις σημειώσεις μου, για άλλη, μελλοντική ίσως χρήση. Αμτιγράφοντάς τες όμως, μοιραία τις επεξεργαζόμουν κάπως, οπότε προέκυψε ξαφνικά κείμενο ολόκληρο. Με νέα επεξεργασία, αρκετές περικοπές και διαφορετικό... μοντάζ, έστησα τελικά αυτήν τη δεύτερη επιφυλλίδα, που δημοσιεύτηκε κανονικά στην εφημερίδα και μεταφέρθηκε τώρα και εδώ. Πάντως, τα σχόλια που ακολουθούν (ώς την 1.6.07 τουλάχιστον -δεν ξέρω αν υπάρξει άλλο μελλοντικά) αναφέρονταν στο αρχικό ποστ με τις σημειώσεις.

Αντιπαθητικοί καπνιστές

Τα Νέα, 16 Οκτωβρίου 2010

Είναι αντιπαθητικός ο αντικαπνιστής, και ειδικά ο πρώην καπνιστής, γιατί στο πρόσωπό του αμφισβητούνται πολλά επιχειρήματα του καπνιστή
Το στερεότυπο του έξω καρδιά γλεντζέ, του θερμόαιμου Μεσογειακού, του ρέμπελου επίσης, του Ζορμπά, που ο τράχηλός του ζυγόν δεν υποφέρει, είναι πανίσχυρο –«το τσιγάρο είναι κουλτούρα» λέει το καινούριο σλόγκαν, ελληνική εννοείται


«Δεν υπάρχουν παθητικοί καπνιστές, υπάρχουν αντιπαθητικοί αντικαπνιστές» λέει ένα σύνθημα που, μολονότι με περιλαμβάνει –και με περιλαβαίνει!– και εμένα, το βρίσκω άκρως ευρηματικό.

Αντιπαθητικοί αντικαπνιστές λοιπόν. Αλλά τι είναι πρώτα οι αντικαπνιστές; Γιατί όλοι οι άκαπνοι δεν είναι αντικαπνιστές. Εννοώ ότι πολλοί δεν καπνίζουν, αλλά δεν τους ενοχλεί το κάπνισμα των άλλων, κάποιοι μάλιστα από αυτούς δηλώνουν και αντίθετοι με τον αντικαπνιστικό νόμο, αντίθετοι και αυτοί σε κάθε απαγόρευση, για λόγους αρχής. Άρα αντικαπνιστές είναι αυτοί που ενοχλούνται από το κάπνισμα, και έτσι επιθυμούν, ή ανάλογα και απαιτούν, τον περιορισμό του ή, πάλι ανάλογα, την απαγόρευσή του.

Ε, αυτοί λοιπόν, οι αντικαπνιστές, που σημειωτέον οι περισσότεροι είναι πρώην καπνιστές, κυρίως αυτοί είναι αντιπαθητικοί.

Γιατί είναι αντιπαθητικός ο αντικαπνιστής; Πρώτα και κύρια γιατί είναι φύσει και θέσει αντίθετος με τον καπνιστή, γιατί αμφισβητεί και προπαντός εμποδίζει –ή θέλει να εμποδίσει– την απόλαυση του καπνιστή. Αντιπαθητικός είναι όμως και πριν απ’ αυτό, γενικότερα. Κι αν όχι αντιπαθητικός, σαφώς ξενέρωτος. Γιατί είναι πλήθος τα στερεότυπα, του κρυόκωλου, υποχόνδριου υγιεινιστή απ’ τη μια, του ηδονιστή καπνιστή απ’ την άλλη! Ειδικότερα, το στερεότυπο του έξω καρδιά γλεντζέ, του θερμόαιμου Μεσογειακού, του ρέμπελου επίσης, του Ζορμπά, που ο τράχηλός του ζυγόν δεν υποφέρει, είναι πανίσχυρο και σαγηνευτικό: «Εγώ τον άντρα τον θέλω να μυρίζει ουίσκι και τσιγάρο, κι όχι σαπούνια και σαμπουάν» θυμάμαι που έλεγε μια συμπαθής τραγουδίστρια παλιά, σε εποχές πάντως που ουίσκι και τσιγάρο μύριζα κι εγώ!

Ώστε λοιπόν: ο άντρας απ’ τη μια, κι από την άλλη ο φλούφλης, ο ραχιτικός διανοούμενος: γυαλάκια και ξενερωσιά.

Είναι όμως, φοβούμαι, και άλλος, μέγας λόγος που υποστηρίζει αυτή την αντιπάθεια –και μένω στην αντιπάθεια, για να μη μιλήσω για σίγουρη κάποτε αποστροφή, συχνά και μίσος. Είναι λοιπόν αντιπαθητικός ο αντικαπνιστής, και ειδικά ο πρώην καπνιστής, γιατί στο πρόσωπό του αμφισβητούνται έμμεσα, αν όχι ευθέως, πολλά από τα ερείσματα του καπνιστή.

Ξέρει δηλαδή ο καπνιστής, ή αισθάνεται βαθύτερα, μπορεί και εντελώς ασύνειδα, πάντως σίγουρα το βλέπει στον άλλον, πλάι του: ότι δεν είναι πάντα δύσκολο το κόψιμο του τσιγάρου, ίσα ίσα, συχνά είναι εντυπωσιακά απλό, ότι δεν απαιτείται σιδερένια θέληση και χαλύβδινος χαρακτήρας, ότι δε θα πάθει κάνα φοβερό στερητικό ούτε θα έχει καμιά φοβερή επίπτωση στην απόδοσή του στη δουλειά, στην έμπνευσή του κτλ. Όμως του αρέσει το τσιγάρο, είναι η απόλαυσή του.

Ακόμα χειρότερα: ξέρει ο καπνιστής από τον ίδιο τον εαυτό του τώρα, το έχει δει σε πλείστες περιπτώσεις πάνω του, πως σίγουρα μπορεί και χωρίς τσιγάρο. Ξέρει δηλαδή ότι σε σχετικώς μεγάλα διαστήματα, ακόμα και ημερών, π.χ. με γρίπη, έμεινε άκαπνος, χωρίς να αρχίσει να τρέμει επειδή του έλειψε η νικοτίνη· συχνότερα στον κινηματογράφο ή το θέατρο, σε πολύωρες προβολές και κυρίως θεατρικές παραστάσεις, σαφώς απόλαυσε το θέαμα, χωρίς να ιδρώσει από τη στέρηση· ή στο αεροπλάνο όπου κάποτε με το τσιγάρο διασκέδαζε το φόβο του, σε μια τόσο σοβαρή λοιπόν περίσταση, από τις ελάχιστες όπου βρίσκω δικαιολογημένη την ανάγκη του άλλου για τσιγάρο, έμεινε τώρα άκαπνος, χωρίς να μεγαλώσει λ.χ. ο φόβος του. Όμως του αρέσει το τσιγάρο, είναι η απόλαυσή του.

Αλλά ξέρει και όλα τα άλλα, τα στοιχειώδη, τα ομολογεί, πως λόγου χάρη του βρομάει το τασάκι στο σπίτι, και πιο πολύ το τασάκι του αυτοκινήτου, γι’ αυτό και πάντα το πετάει απ’ έξω το τσιγάρο, και του βρομάν τα ρούχα του έπειτα από ταβέρνα. Και ξέρει ακόμα πως και έξω, σε ανοιχτό χώρο, μυρίζει ο καπνός, που πάει πάντα δίπλα προτού αναληφθεί (εάν!) στους ουρανούς κτλ. Όμως του αρέσει το τσιγάρο, είναι η απόλαυσή του.

Και ξέρει κι άλλο βασικό, το παραδέχεται, ότι δεν είναι τόσο η νικοτίνη, ότι δεν είναι κυρίως η νικοτίνη, αλλά η χειρονομία, παναπεί η αμηχανία, η κοινωνική δηλαδή παράμετρος, και καμία οργανική ή άλλη ανάγκη.

Άντε μετά να διεκτραγωδήσει το δράμα του για εθισμό, νιώθοντας ότι ο άλλος μπορεί να τον ακούει βερεσέ. Ο αντιπαθητικός λοιπόν. Που μάλιστα δεν είναι ασκητής ή βράχος θέλησης –συχνά, για να αναφερθώ τουλάχιστον στον εαυτό μου, κάθε άλλο! Διπλά, πολλαπλά αντιπαθητικός λοιπόν.

Φυσικά, όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι, ούτε όλες οι περιπτώσεις ίδιες, μα τι περίεργο, αυτό μοιάζει να ισχύει πάντα για τον ίδιον που το επικαλείται, ποτέ για τον άλλον, για τις ανάγκες εννοώ, τα γούστα, τις αδυναμίες, την απόλαυση του άλλου.

Ας μείνουμε λοιπόν στο μόνο σοβαρό, αδιαμφισβήτητο, και ακαταμάχητο: στην απόλαυση, στο «έτσι γουστάρω», κι ας αφήσουμε τις αδυναμίες και τους εθισμούς, και πολύ περισσότερο τις ελεύθερες επιλογές και τα λοιπά, ας μείνουμε ξαναλέω στην απόλαυση· και τότε να δούμε ότι και του άλλου, του μη καπνιστή, η δική του απόλαυση, είναι ακριβώς το αντίθετο, το μη κάπνισμα, ο μη καπνός.

Και τότε, μόνο τότε, θα μπορέσει να αρχίσει η όποια συζήτηση. Με βάση δηλαδή τις δύο διαμετρικά αντίθετες, αλλά απολύτως νόμιμες για τον καθένα, γιατί ο καθένας έτσι γουστάρει, απολαύσεις. Του άλλου και τη δική μου.



Δεν υπάρχουν σχόλια: